περιπτώσει

περιπτώσει
περίπτωσις
encountering
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
περιπτώσεϊ , περίπτωσις
encountering
fem dat sg (epic)
περίπτωσις
encountering
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίπτωση — η / περίπτωσις, ώσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. ιος Α [περιπίπτω] καθετί που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, τυχαίο περιστατικό, πιθανή κατάσταση, ενδεχόμενο («δεν προβλέπεται περίπτωση σύρραξης») νεοελλ. 1. η μορφή, ο τρόπος κατά τον οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • έμπας — ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α) επίρρ. 1. εν τούτοις, μ όλα ταύτα («Ζεύς δ ἔμπης πάντ ἰθύνει») 2. μολονότι, αν και («νῡν δ ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν») 3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης» …   Dictionary of Greek

  • ήγουν — (AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῡν, ἤουν) (σύνδ.) δηλαδή αρχ. 1. (σύνδ.) ή μάλλον 2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει 3. πάπ. (σύνδ.) ή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν] …   Dictionary of Greek

  • αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …   Dictionary of Greek

  • αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • αισθητής — ο (Α αἰσθητής) 1. (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι 2. (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία, εραστής τού ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων») 3. στη Νεοελληνική η λέξη …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ηνίκα — ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα) (χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ » Σοφ.) αρχ. 1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις 2. φρ. «ἡνίκ ἄν» όταν 3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”